εξάπλωμα

εξάπλωμα
και ξάπλωμα, το
(Μ [ἐ]ξάπλωμα, το) [εξαπλώνω]
1. εξάπλωση
2. ξάπλωμα, κατάκλιση
3. επέκταση, διάδοση
μσν.
ρίξιμο στο έδαφος και συνεκδ. ήττα («ξάπλωμα τού Δρακόκαρδου», Ερωτόκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”